- πυραυλοκίνητος
- -η, -ο, Ναυτός που κινείται με τη βοήθεια πυραύλων («πυραυλοκίνητο διαστημικό όχημα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πύραυλος + κινητός (< κινώ), πρβλ. μηχανο-κίνητος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυραυλοκίνητος — η, ο αυτός που κινείται με πύραυλο. Ουσ. πυραυλοκίνηση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)